- ελήσιος
- α, ο оливковый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελήσιος — α, ο 1. αυτός που προέρχεται από ξύλο ή καρπό ελιάς («ελήσια βέργα», «ελήσιο μπαστούνι») … Dictionary of Greek